- εὐποίκιλος
- εὐποίκῐλος, ον,A variegated,
ἄνθος AP6.154
(Leon. or Gaet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνθος AP6.154
(Leon. or Gaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευποίκιλος — εὐποίκιλος, ον (ΑΜ) πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές … Dictionary of Greek
εὐποίκιλον — εὐποίκιλος variegated masc/fem acc sg εὐποίκιλος variegated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek